- σωσίβιο
- Κατασκεύασμα που επιπλέει και που αποβλέπει στη διάσωση ανθρώπου που έπεσε στη θάλασσα. Το κλασικό σ. είναι σχήματος στρογγυλού (κρίκος) και κατασκευασμένο από γερό ύφασμα, παραγεμισμένο με ρινίσματα φελλού και χρωματισμένο εξωτερικά με λαδομπογιά για να είναι αδιάβροχο. Τα σ. είναι συνήθως λευκά για να φαίνονται και τη νύχτα. Στα νεώτερα χρόνια τα σ. τελειοποιήθηκαν.
Υπάρχουν τώρα σ. προστήθια, περιστήθια και ζώνες σωσίβιες, όπως και ολόκληρη σωσίβια ενδυμασία. Η ενδυμασία του είδους, όταν δε φοριέται, πιάνει πολύ μικρό χώρο για να είναι περισσότερο εύχρηστη.
Διάφοροι τύποι σωσιβίων (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.